Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θηκαῖος
θήκη
θηκοποιέω
θηκοποιός
θηκοφόρος
θηκτός
θήλα
θηλάζω
θηλαμινός
θήλασμα
θηλασμός
θηλάστρια
θηλέω
θηλή
θηληνός
θηλοειδής
θηλυγενής
θηλύγλωσσος
θηλυγονέω
θηλυγονία
θηλυγόνος
View word page
θηλασμός
a giving suck, suckling

ShortDef

a giving suck, suckling

Debugging

Headword:
θηλασμός
Headword (normalized):
θηλασμός
Headword (normalized/stripped):
θηλασμος
IDX:
41149
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41150
Key:

Data

{'content': 'a giving suck, suckling'}