Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θήϊον
θήκα
θηκαῖος
θήκη
θηκοποιέω
θηκοποιός
θηκοφόρος
θηκτός
θήλα
θηλάζω
θηλαμινός
θήλασμα
θηλασμός
θηλάστρια
θηλέω
θηλή
θηληνός
θηλοειδής
θηλυγενής
θηλύγλωσσος
θηλυγονέω
View word page
θηλαμινός
a suckling

ShortDef

a suckling

Debugging

Headword:
θηλαμινός
Headword (normalized):
θηλαμινός
Headword (normalized/stripped):
θηλαμινος
IDX:
41147
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41148
Key:

Data

{'content': 'a suckling'}