Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θήιον
θήϊον
θήκα
θηκαῖος
θήκη
θηκοποιέω
θηκοποιός
θηκοφόρος
θηκτός
θήλα
θηλάζω
θηλαμινός
θήλασμα
θηλασμός
θηλάστρια
θηλέω
θηλή
θηληνός
θηλοειδής
θηλυγενής
θηλύγλωσσος
View word page
θηλάζω
to suckle

ShortDef

to suckle

Debugging

Headword:
θηλάζω
Headword (normalized):
θηλάζω
Headword (normalized/stripped):
θηλαζω
IDX:
41146
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41147
Key:

Data

{'content': 'to suckle'}