Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θηητήρ
θηητός
θήιον
θήϊον
θήκα
θηκαῖος
θήκη
θηκοποιέω
θηκοποιός
θηκοφόρος
θηκτός
θήλα
θηλάζω
θηλαμινός
θήλασμα
θηλασμός
θηλάστρια
θηλέω
θηλή
θηληνός
θηλοειδής
View word page
θηκτός
sharpened

ShortDef

sharpened

Debugging

Headword:
θηκτός
Headword (normalized):
θηκτός
Headword (normalized/stripped):
θηκτος
IDX:
41144
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41145
Key:

Data

{'content': 'sharpened'}