Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θήγω
θηητήρ
θηητός
θήιον
θήϊον
θήκα
θηκαῖος
θήκη
θηκοποιέω
θηκοποιός
θηκοφόρος
θηκτός
θήλα
θηλάζω
θηλαμινός
θήλασμα
θηλασμός
θηλάστρια
θηλέω
θηλή
θηληνός
View word page
θηκοφόρος
cistophorus

ShortDef

cistophorus

Debugging

Headword:
θηκοφόρος
Headword (normalized):
θηκοφόρος
Headword (normalized/stripped):
θηκοφορος
IDX:
41143
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41144
Key:

Data

{'content': 'cistophorus'}