Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θηγανίτης
θηγός
θήγω
θηητήρ
θηητός
θήιον
θήϊον
θήκα
θηκαῖος
θήκη
θηκοποιέω
θηκοποιός
θηκοφόρος
θηκτός
θήλα
θηλάζω
θηλαμινός
θήλασμα
θηλασμός
θηλάστρια
θηλέω
View word page
θηκοποιέω
store up
ShortDef
store up
Debugging
Headword:
θηκοποιέω
Headword (normalized):
θηκοποιέω
Headword (normalized/stripped):
θηκοποιεω
IDX:
41141
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41142
Key:
Data
{'content': 'store up'}