Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θεώρητρα
θεωρία
θεωρικός
θεώριος
θεωρίς
θεωροδοκέω
θεωροδοκία
θεωρόδοκος
θεωρός
θέωσις
θεώτερος
Θηβαγενής
Θῆβαι
Θηβαιεύς
Θηβαϊκός
Θηβαῖος
Θηβαΐς
Θηβαΐτης
Θηβάνας
Θηβάρχης
Θήβασδε
View word page
θεώτερος
more divine
ShortDef
more divine
Debugging
Headword:
θεώτερος
Headword (normalized):
θεώτερος
Headword (normalized/stripped):
θεωτερος
IDX:
41116
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41117
Key:
Data
{'content': 'more divine'}