Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θεωρητός
θεώρητρα
θεωρία
θεωρικός
θεώριος
θεωρίς
θεωροδοκέω
θεωροδοκία
θεωρόδοκος
θεωρός
θέωσις
θεώτερος
Θηβαγενής
Θῆβαι
Θηβαιεύς
Θηβαϊκός
Θηβαῖος
Θηβαΐς
Θηβαΐτης
Θηβάνας
Θηβάρχης
View word page
θέωσις
making divine

ShortDef

making divine

Debugging

Headword:
θέωσις
Headword (normalized):
θέωσις
Headword (normalized/stripped):
θεωσις
IDX:
41115
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41116
Key:

Data

{'content': 'making divine'}