Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θεωρητής
θεωρητικός
θεωρητός
θεώρητρα
θεωρία
θεωρικός
θεώριος
θεωρίς
θεωροδοκέω
θεωροδοκία
θεωρόδοκος
θεωρός
θέωσις
θεώτερος
Θηβαγενής
Θῆβαι
Θηβαιεύς
Θηβαϊκός
Θηβαῖος
Θηβαΐς
Θηβαΐτης
View word page
θεωρόδοκος
one who receives the θεωροί
ShortDef
one who receives the θεωροί
Debugging
Headword:
θεωρόδοκος
Headword (normalized):
θεωρόδοκος
Headword (normalized/stripped):
θεωροδοκος
IDX:
41113
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41114
Key:
Data
{'content': 'one who receives the θεωροί'}