Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θεωρητέον
θεωρητήριον
θεωρητής
θεωρητικός
θεωρητός
θεώρητρα
θεωρία
θεωρικός
θεώριος
θεωρίς
θεωροδοκέω
θεωροδοκία
θεωρόδοκος
θεωρός
θέωσις
θεώτερος
Θηβαγενής
Θῆβαι
Θηβαιεύς
Θηβαϊκός
Θηβαῖος
View word page
θεωροδοκέω
act as θεωροδόκος

ShortDef

act as θεωροδόκος

Debugging

Headword:
θεωροδοκέω
Headword (normalized):
θεωροδοκέω
Headword (normalized/stripped):
θεωροδοκεω
IDX:
41111
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41112
Key:

Data

{'content': 'act as θεωροδόκος'}