Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἁλουργοπώλης
ἁλουργοπωλική
ἀλουσία
ἀλουτέω
ἄλουτος
ἁλοφόρος
ἀλόχευτος
ἄλοχος
Ἄλπειος
Ἄλπεις
ἄλπνιστος
ἅλς
ἅλς2
ἀλσηΐς
ἀλσίνη
ἅλσις
ἄλσις
ἀλσοκομέω
ἀλσοποιία
ἄλσος
ἀλσώδης
View word page
ἄλπνιστος
sweetest, loveliest

ShortDef

sweetest, loveliest

Debugging

Headword:
ἄλπνιστος
Headword (normalized):
ἄλπνιστος
Headword (normalized/stripped):
αλπνιστος
IDX:
4110
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4111
Key:

Data

{'content': 'sweetest, loveliest'}