Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θεώρημα
θεωρηματικός
θεωρήμων
θεώρησις
θεωρητέον
θεωρητήριον
θεωρητής
θεωρητικός
θεωρητός
θεώρητρα
θεωρία
θεωρικός
θεώριος
θεωρίς
θεωροδοκέω
θεωροδοκία
θεωρόδοκος
θεωρός
θέωσις
θεώτερος
Θηβαγενής
View word page
θεωρία
a looking at, viewing, beholding
ShortDef
a looking at, viewing, beholding
Debugging
Headword:
θεωρία
Headword (normalized):
θεωρία
Headword (normalized/stripped):
θεωρια
IDX:
41107
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41108
Key:
Data
{'content': 'a looking at, viewing, beholding'}