Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θεωρεῖον
θεωρέω
θεώρημα
θεωρηματικός
θεωρήμων
θεώρησις
θεωρητέον
θεωρητήριον
θεωρητής
θεωρητικός
θεωρητός
θεώρητρα
θεωρία
θεωρικός
θεώριος
θεωρίς
θεωροδοκέω
θεωροδοκία
θεωρόδοκος
θεωρός
θέωσις
View word page
θεωρητός
that may be seen
ShortDef
that may be seen
Debugging
Headword:
θεωρητός
Headword (normalized):
θεωρητός
Headword (normalized/stripped):
θεωρητος
IDX:
41105
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41106
Key:
Data
{'content': 'that may be seen'}