Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θέω
θέω2
θεωρεῖον
θεωρέω
θεώρημα
θεωρηματικός
θεωρήμων
θεώρησις
θεωρητέον
θεωρητήριον
θεωρητής
θεωρητικός
θεωρητός
θεώρητρα
θεωρία
θεωρικός
θεώριος
θεωρίς
θεωροδοκέω
θεωροδοκία
θεωρόδοκος
View word page
θεωρητής
spectator

ShortDef

spectator

Debugging

Headword:
θεωρητής
Headword (normalized):
θεωρητής
Headword (normalized/stripped):
θεωρητης
IDX:
41103
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41104
Key:

Data

{'content': 'spectator'}