Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θεῦσις
θέω
θέω2
θεωρεῖον
θεωρέω
θεώρημα
θεωρηματικός
θεωρήμων
θεώρησις
θεωρητέον
θεωρητήριον
θεωρητής
θεωρητικός
θεωρητός
θεώρητρα
θεωρία
θεωρικός
θεώριος
θεωρίς
θεωροδοκέω
θεωροδοκία
View word page
θεωρητήριον
a seat in a theatre

ShortDef

a seat in a theatre

Debugging

Headword:
θεωρητήριον
Headword (normalized):
θεωρητήριον
Headword (normalized/stripped):
θεωρητηριον
IDX:
41102
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41103
Key:

Data

{'content': 'a seat in a theatre'}