Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Θετταλότμητον
θεῦσις
θέω
θέω2
θεωρεῖον
θεωρέω
θεώρημα
θεωρηματικός
θεωρήμων
θεώρησις
θεωρητέον
θεωρητήριον
θεωρητής
θεωρητικός
θεωρητός
θεώρητρα
θεωρία
θεωρικός
θεώριος
θεωρίς
θεωροδοκέω
View word page
θεωρητέον
one must consider, investigate
ShortDef
one must consider, investigate
Debugging
Headword:
θεωρητέον
Headword (normalized):
θεωρητέον
Headword (normalized/stripped):
θεωρητεον
IDX:
41101
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41102
Key:
Data
{'content': 'one must consider, investigate'}