Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Θέτις
θετός
Θετταλότμητον
θεῦσις
θέω
θέω2
θεωρεῖον
θεωρέω
θεώρημα
θεωρηματικός
θεωρήμων
θεώρησις
θεωρητέον
θεωρητήριον
θεωρητής
θεωρητικός
θεωρητός
θεώρητρα
θεωρία
θεωρικός
θεώριος
View word page
θεωρήμων
contemplative
ShortDef
contemplative
Debugging
Headword:
θεωρήμων
Headword (normalized):
θεωρήμων
Headword (normalized/stripped):
θεωρημων
IDX:
41099
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41100
Key:
Data
{'content': 'contemplative'}