Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θέτης
Θετίδειον
θετικός
Θέτις
θετός
Θετταλότμητον
θεῦσις
θέω
θέω2
θεωρεῖον
θεωρέω
θεώρημα
θεωρηματικός
θεωρήμων
θεώρησις
θεωρητέον
θεωρητήριον
θεωρητής
θεωρητικός
θεωρητός
θεώρητρα
View word page
θεωρέω
to look at, view, behold

ShortDef

to look at, view, behold

Debugging

Headword:
θεωρέω
Headword (normalized):
θεωρέω
Headword (normalized/stripped):
θεωρεω
IDX:
41096
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41097
Key:

Data

{'content': 'to look at, view, behold'}