Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θεσφατίζω
θέσφατος
θετέος
θέτης
Θετίδειον
θετικός
Θέτις
θετός
Θετταλότμητον
θεῦσις
θέω
θέω2
θεωρεῖον
θεωρέω
θεώρημα
θεωρηματικός
θεωρήμων
θεώρησις
θεωρητέον
θεωρητήριον
θεωρητής
View word page
θέω
to run

ShortDef

to run
shine, gleam

Debugging

Headword:
θέω
Headword (normalized):
θέω
Headword (normalized/stripped):
θεω
IDX:
41093
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41094
Key:

Data

{'content': 'to run'}