Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Θεστορίδης
Θέστωρ
θεσφατηλόγος
θεσφατίζω
θέσφατος
θετέος
θέτης
Θετίδειον
θετικός
Θέτις
θετός
Θετταλότμητον
θεῦσις
θέω
θέω2
θεωρεῖον
θεωρέω
θεώρημα
θεωρηματικός
θεωρήμων
θεώρησις
View word page
θετός
taken as one's child, adopted

ShortDef

taken as one's child, adopted

Debugging

Headword:
θετός
Headword (normalized):
θετός
Headword (normalized/stripped):
θετος
IDX:
41090
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41091
Key:

Data

{'content': "taken as one's child, adopted"}