Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Θεσσαλός
θέσσασθαι
Θεστιάς
Θεστόρειος
Θεστορίδης
Θέστωρ
θεσφατηλόγος
θεσφατίζω
θέσφατος
θετέος
θέτης
Θετίδειον
θετικός
Θέτις
θετός
Θετταλότμητον
θεῦσις
θέω
θέω2
θεωρεῖον
θεωρέω
View word page
θέτης
one who places

ShortDef

one who places

Debugging

Headword:
θέτης
Headword (normalized):
θέτης
Headword (normalized/stripped):
θετης
IDX:
41086
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41087
Key:

Data

{'content': 'one who places'}