Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θέσπισις
θέσπισμα
θεσπιστής
θεσπιῳδέω
θεσπιῳδός
Θεσπρωτία
Θεσπρωτίς
Θεσπρωτός
Θεσσαλία
Θεσσαλίζω
Θεσσαλικέτης
Θεσσαλικός
Θεσσαλιῶτις
Θεσσαλοί
Θεσσαλός
θέσσασθαι
Θεστιάς
Θεστόρειος
Θεστορίδης
Θέστωρ
θεσφατηλόγος
View word page
Θεσσαλικέτης
serf in Thessaly

ShortDef

serf in Thessaly

Debugging

Headword:
Θεσσαλικέτης
Headword (normalized):
θεσσαλικέτης
Headword (normalized/stripped):
θεσσαλικετης
IDX:
41072
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41073
Key:

Data

{'content': 'serf in Thessaly'}