Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἁλοτροφέω
ἁλούργημα
ἁλουργής
ἁλουργία
ἁλουργίς
ἁλουργοπώλης
ἁλουργοπωλική
ἀλουσία
ἀλουτέω
ἄλουτος
ἁλοφόρος
ἀλόχευτος
ἄλοχος
Ἄλπειος
Ἄλπεις
ἄλπνιστος
ἅλς
ἅλς2
ἀλσηΐς
ἀλσίνη
ἅλσις
View word page
ἁλοφόρος
one who conveys salt

ShortDef

one who conveys salt

Debugging

Headword:
ἁλοφόρος
Headword (normalized):
ἁλοφόρος
Headword (normalized/stripped):
αλοφορος
IDX:
4105
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4106
Key:

Data

{'content': 'one who conveys salt'}