Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θεσμός
θεσμοσύνη
θεσμοφόρια
θεσμοφοριάζω
θεσμοφόριον
θεσμοφόρος
θεσμοφύλαξ
θεσμῳδέω
θεσμῳδός
Θέσπεια
θεσπέσιος
Θεσπιαί
θεσπιδαής
θεσπιέπεια
Θεσπιεύς
θεσπίζω
θεσπιόμαντις
Θέσπιος
θέσπις
Θέσπις
θέσπισις
View word page
θεσπέσιος
divinely sounding, divinely sweet
ShortDef
divinely sounding, divinely sweet
Debugging
Headword:
θεσπέσιος
Headword (normalized):
θεσπέσιος
Headword (normalized/stripped):
θεσπεσιος
IDX:
41052
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41053
Key:
Data
{'content': 'divinely sounding, divinely sweet'}