Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θεσμοποιέω
θεσμός
θεσμοσύνη
θεσμοφόρια
θεσμοφοριάζω
θεσμοφόριον
θεσμοφόρος
θεσμοφύλαξ
θεσμῳδέω
θεσμῳδός
Θέσπεια
θεσπέσιος
Θεσπιαί
θεσπιδαής
θεσπιέπεια
Θεσπιεύς
θεσπίζω
θεσπιόμαντις
Θέσπιος
θέσπις
Θέσπις
View word page
Θέσπεια
Thespia
ShortDef
Thespia
Debugging
Headword:
Θέσπεια
Headword (normalized):
θέσπεια
Headword (normalized/stripped):
θεσπεια
IDX:
41051
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41052
Key:
Data
{'content': 'Thespia'}