Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θεσμοθεσία
θεσμοθετεῖον
θεσμοθετέω
θεσμοθέτης
θεσμοποιέω
θεσμός
θεσμοσύνη
θεσμοφόρια
θεσμοφοριάζω
θεσμοφόριον
θεσμοφόρος
θεσμοφύλαξ
θεσμῳδέω
θεσμῳδός
Θέσπεια
θεσπέσιος
Θεσπιαί
θεσπιδαής
θεσπιέπεια
Θεσπιεύς
θεσπίζω
View word page
θεσμοφόρος
law-giving

ShortDef

law-giving

Debugging

Headword:
θεσμοφόρος
Headword (normalized):
θεσμοφόρος
Headword (normalized/stripped):
θεσμοφορος
IDX:
41047
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41048
Key:

Data

{'content': 'law-giving'}