Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θέσμιος
θεσμοδότης
θεσμοθεσία
θεσμοθετεῖον
θεσμοθετέω
θεσμοθέτης
θεσμοποιέω
θεσμός
θεσμοσύνη
θεσμοφόρια
θεσμοφοριάζω
θεσμοφόριον
θεσμοφόρος
θεσμοφύλαξ
θεσμῳδέω
θεσμῳδός
Θέσπεια
θεσπέσιος
Θεσπιαί
θεσπιδαής
θεσπιέπεια
View word page
θεσμοφοριάζω
to keep the Thesmophoria

ShortDef

to keep the Thesmophoria

Debugging

Headword:
θεσμοφοριάζω
Headword (normalized):
θεσμοφοριάζω
Headword (normalized/stripped):
θεσμοφοριαζω
IDX:
41045
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41046
Key:

Data

{'content': 'to keep the Thesmophoria'}