Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θέρω
θέσις
θέσκελος
θέσμιος
θεσμοδότης
θεσμοθεσία
θεσμοθετεῖον
θεσμοθετέω
θεσμοθέτης
θεσμοποιέω
θεσμός
θεσμοσύνη
θεσμοφόρια
θεσμοφοριάζω
θεσμοφόριον
θεσμοφόρος
θεσμοφύλαξ
θεσμῳδέω
θεσμῳδός
Θέσπεια
θεσπέσιος
View word page
θεσμός
that which is laid down and established, a law, ordinance

ShortDef

that which is laid down and established, a law, ordinance

Debugging

Headword:
θεσμός
Headword (normalized):
θεσμός
Headword (normalized/stripped):
θεσμος
IDX:
41042
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41043
Key:

Data

{'content': 'that which is laid down and established, a law, ordinance'}