Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Θερσίτης
θέρω
θέσις
θέσκελος
θέσμιος
θεσμοδότης
θεσμοθεσία
θεσμοθετεῖον
θεσμοθετέω
θεσμοθέτης
θεσμοποιέω
θεσμός
θεσμοσύνη
θεσμοφόρια
θεσμοφοριάζω
θεσμοφόριον
θεσμοφόρος
θεσμοφύλαξ
θεσμῳδέω
θεσμῳδός
Θέσπεια
View word page
θεσμοποιέω
to make laws

ShortDef

to make laws

Debugging

Headword:
θεσμοποιέω
Headword (normalized):
θεσμοποιέω
Headword (normalized/stripped):
θεσμοποιεω
IDX:
41041
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41042
Key:

Data

{'content': 'to make laws'}