Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θερσιεπής
Θερσίλοχος
Θερσίτης
θέρω
θέσις
θέσκελος
θέσμιος
θεσμοδότης
θεσμοθεσία
θεσμοθετεῖον
θεσμοθετέω
θεσμοθέτης
θεσμοποιέω
θεσμός
θεσμοσύνη
θεσμοφόρια
θεσμοφοριάζω
θεσμοφόριον
θεσμοφόρος
θεσμοφύλαξ
θεσμῳδέω
View word page
θεσμοθετέω
to be a θεσμοθέτης

ShortDef

to be a θεσμοθέτης

Debugging

Headword:
θεσμοθετέω
Headword (normalized):
θεσμοθετέω
Headword (normalized/stripped):
θεσμοθετεω
IDX:
41039
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41040
Key:

Data

{'content': 'to be a θεσμοθέτης'}