Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θέρμω
θερμώδης
Θερμώδων
θερμωλή
θερόεις
θέρος
Θέρσανδρος
θερσιεπής
Θερσίλοχος
Θερσίτης
θέρω
θέσις
θέσκελος
θέσμιος
θεσμοδότης
θεσμοθεσία
θεσμοθετεῖον
θεσμοθετέω
θεσμοθέτης
θεσμοποιέω
θεσμός
View word page
θέρω
to heat, make hot

ShortDef

to heat, make hot

Debugging

Headword:
θέρω
Headword (normalized):
θέρω
Headword (normalized/stripped):
θερω
IDX:
41032
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41033
Key:

Data

{'content': 'to heat, make hot'}