Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θερμοφόρος
θερμοφύλαξ
θερμοχύτης
θερμόω
θέρμυδρον
θέρμω
θερμώδης
Θερμώδων
θερμωλή
θερόεις
θέρος
Θέρσανδρος
θερσιεπής
Θερσίλοχος
Θερσίτης
θέρω
θέσις
θέσκελος
θέσμιος
θεσμοδότης
θεσμοθεσία
View word page
θέρος
summer, summertime; harvest, crop
ShortDef
summer, summertime; harvest, crop
Debugging
Headword:
θέρος
Headword (normalized):
θέρος
Headword (normalized/stripped):
θερος
IDX:
41027
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41028
Key:
Data
{'content': 'summer, summertime; harvest, crop'}