Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θερμοφόρον
θερμοφόρος
θερμοφύλαξ
θερμοχύτης
θερμόω
θέρμυδρον
θέρμω
θερμώδης
Θερμώδων
θερμωλή
θερόεις
θέρος
Θέρσανδρος
θερσιεπής
Θερσίλοχος
Θερσίτης
θέρω
θέσις
θέσκελος
θέσμιος
θεσμοδότης
View word page
θερόεις
of or in summer

ShortDef

of or in summer

Debugging

Headword:
θερόεις
Headword (normalized):
θερόεις
Headword (normalized/stripped):
θεροεις
IDX:
41026
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41027
Key:

Data

{'content': 'of or in summer'}