Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θερμοτραγέω
θέρμουθις
θερμουργία
θερμουργός
θερμοφόρον
θερμοφόρος
θερμοφύλαξ
θερμοχύτης
θερμόω
θέρμυδρον
θέρμω
θερμώδης
Θερμώδων
θερμωλή
θερόεις
θέρος
Θέρσανδρος
θερσιεπής
Θερσίλοχος
Θερσίτης
θέρω
View word page
θέρμω
to heat, make hot
ShortDef
to heat, make hot
Debugging
Headword:
θέρμω
Headword (normalized):
θέρμω
Headword (normalized/stripped):
θερμω
IDX:
41022
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41023
Key:
Data
{'content': 'to heat, make hot'}