Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θερμοσποδιά
θερμότης
θερμοτραγέω
θέρμουθις
θερμουργία
θερμουργός
θερμοφόρον
θερμοφόρος
θερμοφύλαξ
θερμοχύτης
θερμόω
θέρμυδρον
θέρμω
θερμώδης
Θερμώδων
θερμωλή
θερόεις
θέρος
Θέρσανδρος
θερσιεπής
Θερσίλοχος
View word page
θερμόω
heat, make hot

ShortDef

heat, make hot

Debugging

Headword:
θερμόω
Headword (normalized):
θερμόω
Headword (normalized/stripped):
θερμοω
IDX:
41020
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41021
Key:

Data

{'content': 'heat, make hot'}