Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θερμοβαφής
θερμόβλυστος
θερμόβουλος
θερμοδότης
θερμοειδής
θερμοκοίλιος
θερμοκρασία
θερμοκύαμος
θερμολουσία
θερμολουτέω
θερμολούτης
θερμόλυχνον
θερμομιγής
θερμόνους
θερμοπερίπατος
θερμοπλάω
θερμοποιός
θερμοποσία
θερμοπότης
θερμόπρωκτος
θερμοπύλαι
View word page
θερμολούτης
one who uses hot baths

ShortDef

one who uses hot baths

Debugging

Headword:
θερμολούτης
Headword (normalized):
θερμολούτης
Headword (normalized/stripped):
θερμολουτης
IDX:
40994
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40995
Key:

Data

{'content': 'one who uses hot baths'}