Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θέρμη
θερμηγορέω
θερμημερίαι
θερμηρός
θερμίζω
Θερμικός
θέρμινος
θερμοβαφής
θερμόβλυστος
θερμόβουλος
θερμοδότης
θερμοειδής
θερμοκοίλιος
θερμοκρασία
θερμοκύαμος
θερμολουσία
θερμολουτέω
θερμολούτης
θερμόλυχνον
θερμομιγής
θερμόνους
View word page
θερμοδότης
one who brought the hot water at baths
ShortDef
one who brought the hot water at baths
Debugging
Headword:
θερμοδότης
Headword (normalized):
θερμοδότης
Headword (normalized/stripped):
θερμοδοτης
IDX:
40987
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40988
Key:
Data
{'content': 'one who brought the hot water at baths'}