Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θερμασία
θέρμασμα
θερμάστρα
θερμαστρίς
θερμαυστρίζω
θερμαψίς
θέρμη
θερμηγορέω
θερμημερίαι
θερμηρός
θερμίζω
Θερμικός
θέρμινος
θερμοβαφής
θερμόβλυστος
θερμόβουλος
θερμοδότης
θερμοειδής
θερμοκοίλιος
θερμοκρασία
θερμοκύαμος
View word page
θερμίζω
fall ill with fever

ShortDef

fall ill with fever

Debugging

Headword:
θερμίζω
Headword (normalized):
θερμίζω
Headword (normalized/stripped):
θερμιζω
IDX:
40981
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40982
Key:

Data

{'content': 'fall ill with fever'}