Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θερμαντικός
θερμαντός
θερμασία
θέρμασμα
θερμάστρα
θερμαστρίς
θερμαυστρίζω
θερμαψίς
θέρμη
θερμηγορέω
θερμημερίαι
θερμηρός
θερμίζω
Θερμικός
θέρμινος
θερμοβαφής
θερμόβλυστος
θερμόβουλος
θερμοδότης
θερμοειδής
θερμοκοίλιος
View word page
θερμημερίαι
hot season, summer-time

ShortDef

hot season, summer-time

Debugging

Headword:
θερμημερίαι
Headword (normalized):
θερμημερίαι
Headword (normalized/stripped):
θερμημεριαι
IDX:
40979
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40980
Key:

Data

{'content': 'hot season, summer-time'}