Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θερμαντήριος
θερμαντικός
θερμαντός
θερμασία
θέρμασμα
θερμάστρα
θερμαστρίς
θερμαυστρίζω
θερμαψίς
θέρμη
θερμηγορέω
θερμημερίαι
θερμηρός
θερμίζω
Θερμικός
θέρμινος
θερμοβαφής
θερμόβλυστος
θερμόβουλος
θερμοδότης
θερμοειδής
View word page
θερμηγορέω
speak warmly, hotly

ShortDef

speak warmly, hotly

Debugging

Headword:
θερμηγορέω
Headword (normalized):
θερμηγορέω
Headword (normalized/stripped):
θερμηγορεω
IDX:
40978
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40979
Key:

Data

{'content': 'speak warmly, hotly'}