Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θερμαντήρ
θερμαντήριος
θερμαντικός
θερμαντός
θερμασία
θέρμασμα
θερμάστρα
θερμαστρίς
θερμαυστρίζω
θερμαψίς
θέρμη
θερμηγορέω
θερμημερίαι
θερμηρός
θερμίζω
Θερμικός
θέρμινος
θερμοβαφής
θερμόβλυστος
θερμόβουλος
θερμοδότης
View word page
θέρμη
heat, feverish heat

ShortDef

heat, feverish heat

Debugging

Headword:
θέρμη
Headword (normalized):
θέρμη
Headword (normalized/stripped):
θερμη
IDX:
40977
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40978
Key:

Data

{'content': 'heat, feverish heat'}