Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θερμαίνω
Θερμαῖος
θέρμανσις
θερμαντέον
θερμαντήρ
θερμαντήριος
θερμαντικός
θερμαντός
θερμασία
θέρμασμα
θερμάστρα
θερμαστρίς
θερμαυστρίζω
θερμαψίς
θέρμη
θερμηγορέω
θερμημερίαι
θερμηρός
θερμίζω
Θερμικός
θέρμινος
View word page
θερμάστρα
oven, furnace
ShortDef
oven, furnace
Debugging
Headword:
θερμάστρα
Headword (normalized):
θερμάστρα
Headword (normalized/stripped):
θερμαστρα
IDX:
40973
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40974
Key:
Data
{'content': 'oven, furnace'}