Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θέριστρον
θέριτος
θερίτροπος
Θέρμα
θερμαίνω
Θερμαῖος
θέρμανσις
θερμαντέον
θερμαντήρ
θερμαντήριος
θερμαντικός
θερμαντός
θερμασία
θέρμασμα
θερμάστρα
θερμαστρίς
θερμαυστρίζω
θερμαψίς
θέρμη
θερμηγορέω
θερμημερίαι
View word page
θερμαντικός
capable of heating, calorific
ShortDef
capable of heating, calorific
Debugging
Headword:
θερμαντικός
Headword (normalized):
θερμαντικός
Headword (normalized/stripped):
θερμαντικος
IDX:
40969
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40970
Key:
Data
{'content': 'capable of heating, calorific'}