Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θεριστικός
θεριστός
θέριστος
θεριστός2
θέριστρα
θερίστριον
θέριστρον
θέριτος
θερίτροπος
Θέρμα
θερμαίνω
Θερμαῖος
θέρμανσις
θερμαντέον
θερμαντήρ
θερμαντήριος
θερμαντικός
θερμαντός
θερμασία
θέρμασμα
θερμάστρα
View word page
θερμαίνω
to warm, heat
ShortDef
to warm, heat
Debugging
Headword:
θερμαίνω
Headword (normalized):
θερμαίνω
Headword (normalized/stripped):
θερμαινω
IDX:
40963
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40964
Key:
Data
{'content': 'to warm, heat'}