Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θεριστής
θεριστικός
θεριστός
θέριστος
θεριστός2
θέριστρα
θερίστριον
θέριστρον
θέριτος
θερίτροπος
Θέρμα
θερμαίνω
Θερμαῖος
θέρμανσις
θερμαντέον
θερμαντήρ
θερμαντήριος
θερμαντικός
θερμαντός
θερμασία
θέρμασμα
View word page
Θέρμα
Therma (later Thessalonica); n.pl., Therma on Sicily

ShortDef

Therma (later Thessalonica); n.pl., Therma on Sicily

Debugging

Headword:
Θέρμα
Headword (normalized):
θέρμα
Headword (normalized/stripped):
θερμα
IDX:
40962
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40963
Key:

Data

{'content': 'Therma (later Thessalonica); n.pl., Therma on Sicily'}