Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θεριστήριον
θεριστής
θεριστικός
θεριστός
θέριστος
θεριστός2
θέριστρα
θερίστριον
θέριστρον
θέριτος
θερίτροπος
Θέρμα
θερμαίνω
Θερμαῖος
θέρμανσις
θερμαντέον
θερμαντήρ
θερμαντήριος
θερμαντικός
θερμαντός
θερμασία
View word page
θερίτροπος
turning in summer

ShortDef

turning in summer

Debugging

Headword:
θερίτροπος
Headword (normalized):
θερίτροπος
Headword (normalized/stripped):
θεριτροπος
IDX:
40961
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40962
Key:

Data

{'content': 'turning in summer'}