Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θερίδιον
θερίζω
θερινός
θερισμός
θεριστήρ
θεριστήριον
θεριστής
θεριστικός
θεριστός
θέριστος
θεριστός2
θέριστρα
θερίστριον
θέριστρον
θέριτος
θερίτροπος
Θέρμα
θερμαίνω
Θερμαῖος
θέρμανσις
θερμαντέον
View word page
θεριστός2
harvest
ShortDef
balsam
harvest
Debugging
Headword:
θεριστός2
Headword (normalized):
θεριστός
Headword (normalized/stripped):
θεριστος2
IDX:
40956
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40957
Key:
Data
{'content': 'harvest'}