Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θερήγανον
θεριακός
θερίδιον
θερίζω
θερινός
θερισμός
θεριστήρ
θεριστήριον
θεριστής
θεριστικός
θεριστός
θέριστος
θεριστός2
θέριστρα
θερίστριον
θέριστρον
θέριτος
θερίτροπος
Θέρμα
θερμαίνω
Θερμαῖος
View word page
θεριστός
balsam

ShortDef

balsam
harvest

Debugging

Headword:
θεριστός
Headword (normalized):
θεριστός
Headword (normalized/stripped):
θεριστος
IDX:
40954
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40955
Key:

Data

{'content': 'balsam'}