Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θεράπων
θέραψ
θερεία
θερείαυλος
θερείβοτος
θερειγενής
θερειλεχής
θερεινόμος
θέρειος
θερείποτος
θέρετρον
θερήγανον
θεριακός
θερίδιον
θερίζω
θερινός
θερισμός
θεριστήρ
θεριστήριον
θεριστής
θεριστικός
View word page
θέρετρον
summer-abode
ShortDef
summer-abode
Debugging
Headword:
θέρετρον
Headword (normalized):
θέρετρον
Headword (normalized/stripped):
θερετρον
IDX:
40943
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40944
Key:
Data
{'content': 'summer-abode'}