Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θεραποντίς
θεράπων
θέραψ
θερεία
θερείαυλος
θερείβοτος
θερειγενής
θερειλεχής
θερεινόμος
θέρειος
θερείποτος
θέρετρον
θερήγανον
θεριακός
θερίδιον
θερίζω
θερινός
θερισμός
θεριστήρ
θεριστήριον
θεριστής
View word page
θερείποτος
watered in summer

ShortDef

watered in summer

Debugging

Headword:
θερείποτος
Headword (normalized):
θερείποτος
Headword (normalized/stripped):
θερειποτος
IDX:
40942
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40943
Key:

Data

{'content': 'watered in summer'}